- απροσδεκτος
- ἀπρόσδεκτοςἀ-πρόσδεκτος21) неприступный
(Aesch. - v. l. к ἀπρόσδεικτος)
2) неприемлемый(ἐπιφορά Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Aesch. - v. l. к ἀπρόσδεικτος)
(ἐπιφορά Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απρόσδεκτος — ἀπρόσδεκτος, ον [προσδέχομαι] 1. ο ανεπιθύμητος 2. ο απαράδεκτος … Dictionary of Greek
ἀπρόσδεκτος — inadmissible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσδεκτον — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem acc sg ἀπρόσδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδέκτους — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδέκτων — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσδεκτα — ἀπρόσδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσδεκτοι — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)