απροσδεκτος

απροσδεκτος
    ἀπρόσδεκτος
    ἀ-πρόσδεκτος
    2
    1) неприступный
    

(Aesch. - v. l. к ἀπρόσδεικτος)

    2) неприемлемый
    

(ἐπιφορά Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απροσδεκτος" в других словарях:

  • απρόσδεκτος — ἀπρόσδεκτος, ον [προσδέχομαι] 1. ο ανεπιθύμητος 2. ο απαράδεκτος …   Dictionary of Greek

  • ἀπρόσδεκτος — inadmissible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσδεκτον — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem acc sg ἀπρόσδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδέκτους — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδέκτων — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσδεκτα — ἀπρόσδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσδεκτοι — ἀπρόσδεκτος inadmissible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»